Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουφαίνω — [ζουφός] κάνω κάτι ζούφιο, ισχνό, ατροφικό … Dictionary of Greek
ζουφώνω — [ζουφός] 1. κάνω κάτι ζούφιο, κούφιο, ισχνό 2. ζουφαίνω … Dictionary of Greek